- περίδειλος
- περίδειλος, ος,A very cowardly, Apostol. 15.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίδειλος — ον, Μ πάρα πολύ φοβισμένος, έντρομος … Dictionary of Greek